- αναύχην
- ἀναύχην, ο, η (Α) [αυχήν]εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναύχην — ἀναύ̱χην , ἀνά ὑσσω hyssop plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek